βουλίζω

βουλίζω
1. βουλιάζω, βυθίζομαι
2. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) βουλισμένος, -η, -ο
εκείνος που είθε να βουλιάξει, να καταστραφεί, ο καταραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βολίζω «ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας» (πρβλ. και μσν. βολίζομαι «βυθίζομαι»), βλ. και λ. βουλιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”